- ξεσκοτίζομαι
- приходить в себя после усталости, волнения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεσκοτίζομαι — ξεσκοτίστηκα, παύω να είμαι σκοτισμένος, αποβάλλω τη ζάλη, τις φροντίδες: Έκανα μια βόλτα να ξεσκοτιστώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεσκοτίζω — (συν. το μέσ.) ξεσκοτίζομαι διώχνω τις σκοτούρες, ξεχνώ τις φροντίδες και τις έγνοιες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκοτίζω] … Dictionary of Greek