ξεσκοτίζομαι

ξεσκοτίζομαι
приходить в себя после усталости, волнения

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξεσκοτίζομαι" в других словарях:

  • ξεσκοτίζομαι — ξεσκοτίστηκα, παύω να είμαι σκοτισμένος, αποβάλλω τη ζάλη, τις φροντίδες: Έκανα μια βόλτα να ξεσκοτιστώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεσκοτίζω — (συν. το μέσ.) ξεσκοτίζομαι διώχνω τις σκοτούρες, ξεχνώ τις φροντίδες και τις έγνοιες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σκοτίζω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»